απόσυρμα

απόσυρμα
τό
1) ссадина, царапина; 2) сорт вина низкого качества (из выжимок)

Νέα ελληνική-Ρωσικά λεξικό. . 1980.

Игры ⚽ Поможем решить контрольную работу

Смотреть что такое "απόσυρμα" в других словарях:

  • απόσυρμα — ἀπόσυρμα, το (Α) [αποσύρω] 1. αυτό που αποσύρεται, που αφαιρείται, το εκλέπισμα, η εκδορά 2. σκουριές που μένουν μετά την επεξεργασία του μετάλλου …   Dictionary of Greek

  • ἀπόσυρμα — that which is peeled cff neut nom/voc/acc sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ἀποσυρμάτων — ἀπόσυρμα that which is peeled cff neut gen pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ἀποσύρμασι — ἀπόσυρμα that which is peeled cff neut dat pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ἀποσύρμασιν — ἀπόσυρμα that which is peeled cff neut dat pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ἀποσύρματα — ἀπόσυρμα that which is peeled cff neut nom/voc/acc pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ἀποσύρματι — ἀπόσυρμα that which is peeled cff neut dat sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ἀποσύρματος — ἀπόσυρμα that which is peeled cff neut gen sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)


Поделиться ссылкой на выделенное

Прямая ссылка:
Нажмите правой клавишей мыши и выберите «Копировать ссылку»